πολυκοίρανος

πολυκοίρανος
-ον, Α
αυτός που ασκεί κυριαρχία σε πολλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κοίρανος «δεσπότης, κύριος» (πρβλ. παγ-κοίρανος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυκοίρανε — πολυκοίρανος wide ruling masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίρανος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κλείτου και πατέρας του γνωστού Κορίνθιου μάντη Πολυείδη. 2. Καταγόταν από την Πάρο. Η παράδοση αναφέρει ότι αγόρασε στο Βυζάντιο όλα τα δελφίνια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα και τα έριξε πάλι στη θάλασσα.… …   Dictionary of Greek

  • πολυκοιρανία — και επικ. τ. πολυκοιρανίη, ἡ, Α [πολυκοίρανος] 1. μορφή εξουσίας στην οποία κυβερνούν πολλοί («οὐκ ἀγαθόν πολυκοιρανίη», Ομ. Ιλ.) 2. το να εξουσιάζει κανείς πολλούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”